- εργωρία
- ἐργωρία, ἡ (Α)δυσκολία, ενόχληση.[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + *-ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ-ωρία (< ολίγ-ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.